- χαλκοπλαστικός
- η , ό[ν] медницкий, относящийся к ремеслу, медника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκοπλαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής κατεργασίας τού χαλκού 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοπλαστική η κατεργασία τού χαλκού και, ιδίως, η γλυπτική σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκοπλάστης. Το θηλ. χαλκοπλαστική μαρτυρείται από το 1865… … Dictionary of Greek